- όχθος
- και όχτος, ο (Α ὄχθος)1. χαμηλό ύψωμα γης, μικρός λόφος2. (σπανίως) όχθη ποταμούαρχ.1. (για τη λέπρα) σαρκώδες έκφυμα τού σώματος, οίδημα2. φρ. «Ἄρειος ὄχθος» — ο λόφος τού Αρείου Πάγου (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.